πουρνάρι

πουρνάρι
Όνομα 4 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Σταθμός Δομοκού (υψόμ. 140 μ.). 2. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Πάτρας, του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρτου. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.) του νομού Ηλείας. Έχει μεταφερθεί σε νέα θέση, σε σπίτια που έχτισε το Δημόσιο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου και βρίσκεται A του Πύργου. 4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.).
* * *
το, Ν
κοινή ονομασία τού είδους δρυός Quercus coccifera, αλλ. πρινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιρνάρι / πρινάρι* με τροπή τού /i/ σε /u/ (πρβλ. σησάμι: σουσάμι, σηπία: σουπιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πουρνάρι — πουρνάρι, το και πρινάρι, το ο πρίνος: Το ξύλο του πουρναριού είναι πολύ σκληρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περνιά — η, Ν το πουρνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τής λ. πουρνάρι) …   Dictionary of Greek

  • Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) …   Deutsch Wikipedia

  • Archea Olympia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Tembi (Gemeinde) — Gemeinde Tembi Δήμος Τεμπών …   Deutsch Wikipedia

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ασβεστόφιλος — ο βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + phile < φιλος < φίλος). Στην… …   Dictionary of Greek

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • θηλύπρινος — θηλύπρινος, ἡ (Μ) αρκαδ. ονομασία τού φελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + πρίνος «πουρνάρι»] …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”